- αλάδιαστος
- -η, -ο [λαδιάζω]ο αλάδωτος*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλάδωτος — αλάδωτος, η, ο και αλάδιαστος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει λάδι: Άφησε το φαΐ αλάδωτο. 2. αυτός που δεν αλείφτηκε ή δε λερώθηκε με λάδι: Η μηχανή έμεινε αλάδωτη. – Είχε τα ρούχα του αλάδωτα. 3. αυτός που δε χρίστηκε με άγιο μύρο, ο αβάφτιστος:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)